πιπερίζω

πιπερίζω
πεπερίζω, ΝΑ, και διαλ. τ. πιπιρίζω Ν [πιπέρι/ πέπερι]
(αμτβ.) έχω τη γεύση πιπεριού, καίω σαν το πιπέρι
2. (μτβ.) (σχετικά με έδεσμα) ρίχνω πιπέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιπερίζω — έχω γεύση πιπεριού, καυστική: Πιπερίζει το τυρί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπερίζω — Α βλ. πιπερίζω …   Dictionary of Greek

  • πιπέρισμα — το, Ν [πιπερίζω] πιπέρωμα …   Dictionary of Greek

  • πιπερώνω — Ν [πιπέρι] 1. ρίχνω ή αναμιγνύω σε φαγητό πιπέρι, αρτύω, καρυκεύω έδεσμα με πιπέρι, πιπερίζω 2. μτφ. παρεμβαίνω σε συζήτηση και προσθέτω κάτι που δεν είναι αληθινό, για να αποσπάσω την προσοχή …   Dictionary of Greek

  • πιπιρίζω — (I) Ν βλ. πιπίζω (Ι). (II) Ν (διαλ. τ.) βλ. πιπερίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”